- ανταπαιτώ
- -αίτησα, έχω κι εγώ απαίτηση: Η επιχείρηση ανταπαιτούσε από τους υπαλλήλους μεγαλύτερη απόδοση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανταπαιτώ — ανταπαιτώ, ανταπαίτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταπαιτώ — (Α ἀνταπαιτῶ, έω) 1. διεκδικώ 2. ζητώ κάτι ως αντάλλαγμα … Dictionary of Greek
ανταξιώ — ἀνταξιῶ ( όω) (Α) ανταπαιτώ … Dictionary of Greek
ανταπαίτηση — η 1. προβολή απαίτησης έναντι άλλης 2. ανταγωγή, συμψηφισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο] … Dictionary of Greek
ανταπαιτητής — ο εκείνος που εγείρει ανταπαίτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταπαιτώ. Η λ. στον πληθ. (ανταπαιτηταί, οι) μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
αντεξαιτώ — ἀντεξαιτῶ ( έω) (Α) ανταπαιτώ … Dictionary of Greek